λογοφίλης

λογοφίλης
λογοφίλης [ῐ], ου, ,
A fond of words, Ph.1.58:—also [suff] λογό-φῐλος, ον, fond of argument, opp. φιλόλογος, Zeno Stoic.1.67.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λογοφίλης — λογοφίλης, ὁ (Α) αυτός στον οποίο αρέσουν οι συζητήσεις, αυτός που συνεχώς συζητά απλά, καθημερινά ή και ανούσια θέματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λόγος + φίλης (< φίλος, με επίδραση και τού φιλείν), πρβλ. παιδο φίλης] …   Dictionary of Greek

  • λογοφίλαι — λογοφίλης fond of words masc nom/voc pl λογοφίλᾱͅ , λογοφίλης fond of words masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογοφίλην — λογοφίλης fond of words masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογο- — (AM λογο ) α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που σημαίνει ότι το δηλούμενο από τη σύνθετη λέξη γίνεται με λόγια (πρβλ. λογειατρία, λογόγριφος, λογοπαίγνιο) ή έχει γενικότερα ως αντικείμενο τον λόγο (πρβλ. λογογράφος, λογοκλόπος,… …   Dictionary of Greek

  • λογόφιλος — λογόφιλος, ον (Α) λογοφίλης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < λόγος + φιλος (< φίλος), πρβλ. θεατρό φιλος, χρηστό φιλος] …   Dictionary of Greek

  • ԲԱՆԱՍԷՐ — (սիրի, րաց.) NBH 1 435 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 7c, 8c, 10c, 12c ա. λογοφιλής, φιλιλόγος eloquentiae, vel litterarum studiosus, litteratus, doctus Սիրօղ բանից. ուսումնասէր. իմաստասէր. գրագէտ. բանակրկիտ. եւ Իմաստակ. ... *Ուսանել… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”